ασκητεία

ασκητεία
η
1. η ιδιότητα του ασκητή
2. η ασκητική διαβίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασκητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Βελλιανίτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πορφύριος — I (Τύρος 233 34 – αρχές του 4ου αι.) Έλληνας φιλόσοφος. Σπούδασε πρώτα στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν μαθητής του Ωριγένη και του Κασσίου Λογγίνου. Το 263 πήγε στη Ρώμη όπου έγινε μαθητής του Πλωτίνου, του οποίου έγραψε μια βιογραφία και εξέδωσε τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”